Πέρδικα

Πέρδικα
Πέρδιξ
partridge
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πέρδικα — I Όνομα διάφορων πουλιών των γενών πέρδικα (perdix) και αλεκτορίδα (alectoris), της οικογένειας των Φασιανιδών. Τα δύο γένη διαφέρουν μεταξύ τους στην ουρά (του πρώτου έχει περισσότερα φτερά), στο χρωματισμό και σε μικρολεπτομέρειες. Εκτός από… …   Dictionary of Greek

  • πέρδικα — η πουλί του βουνού και του κάμπου, ονομαστό για το χαρακτηριστικό βάδισμά του (περπατάει σαν πέρδικα) και για το νόστιμο κρέας του: Πέρδικα ψημένη και γλυκό κρασί (Χριστοβασίλης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πέρδικα — Sp Pèrdika Ap Πέρδικα/Perdika L ŠV Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • πέρδικα — πέρδῑκα , πέρδιξ partridge masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περδικάκι — Ορεινός οικισμός (517 κάτ., υψόμ. 740 μ.), στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (57 τ. χλμ., ... κάτ.) στην οποία ανήκουν και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, τα Πηγάδια (υψόμ. 840 μ.). * * * το… …   Dictionary of Greek

  • περδικούλα — η [πέρδικα] 1. υποκορ. τού πέρδικα, μικρή ή νεαρή πέρδικα 2. θωπευτική προσφώνηση πέρδικας 3. μτφ. φρ. «τό λέει η περδικούλα του» το λέει η καρδιά του, είναι θαρραλέος …   Dictionary of Greek

  • ορνιθόμορφα — Λέγονται και ορνιθοειδή. Τάξη πουλιών που αποτελείται ολόκληρη σχεδόν από την υπόταξη των αλεκτόρων. Τα ο. περιλαμβάνουν μερικά είδη που εκτρέφονται από τον άνθρωπο και πολλά άγρια που υφίστανται κατά κανόνα εντατικό κυνήγι. Αν και οι διαστάσεις… …   Dictionary of Greek

  • κακκάβη — (I) κακκάβη, ἡ (Α) κακκάβι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πιθ. ακκαδ. kukkubu), την οποία από την ελλ. δανείστηκε με τη σειρά της η λατ. (πρβλ. λατ. cacabus «χύτρα»). ΠΑΡ. αρχ. κακκάδιον. ΣΥΝΘ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • περδικήσιος — α, ο 1. αυτός που είναι χαρακτηριστικός τής πέρδικας ή αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «περδικήσιο βάδισμα» β. «περδικήσια αβγά») 2. ο όμοιος με την πέρδικα 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) περδικήσια (ιδίως για βηματισμό) κατά τον τρόπο τής… …   Dictionary of Greek

  • περδικικός — ή, όν, Α [πέρδιξ, ικος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πέρδικα ή αυτός που χρησιμεύει στην πέρδικα («περδικικὸς οἰκίσκος», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”